- φολκ
- το, Νάκλ. μουσ. είδος αμερικανικής λαϊκής μουσικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. folk (music)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκάθρι, Γούντι — (Woodrow Wilson «Woody» Guthrie,Όκεμαχ, Οκλαχόμα 1912 – Νέα Υόρκη 1967). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε ένας από τους βασικούς και αρχικούς εκπροσώπους της αμερικανικής φολκ μουσικής, η οποία γνώρισε την ακμή της στη δεκαετία του 1960. Το 1931… … Dictionary of Greek
Γιανγκ, Νιλ — (Neil Young, Τορόντο 1945 –). Καναδός μουσικός. Τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης και στιχουργός, ο Γ. θεωρείται από τους κορυφαίους της ροκ μουσικής. Μετακόμισε με την οικογένειά του σε μικρή ηλικία στο Γουίνιπεγκ, όπου άρχισε να πειραματίζεται … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λεντ Ζέπελιν — (Led Zeppelin). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τον κιθαρίστα Τζίμι Πέιτζ (Jimmy Page, Λονδίνο 1944 –), τον τραγουδιστή Ρόμπερτ Πλαντ (Robert Plant, Μπρόμγουιτς 1948 –), τον μπασίστα Τζον Πολ Τζόουνς (John Paul Jones, Σίντκαπ… … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Καραντάιν, Ντέιβιντ — (David Carradine, Καλιφόρνια 1936 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, συνθέτης και τραγουδιστής. Μεγαλύτερος αδελφός του Κιθ Καραντάιν (βλ. λ.) έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά Κουνγκ Φου (1972 74). Σπούδασε… … Dictionary of Greek
Κας, Τζόνι — (Johnny Cash, Κίνγκσλαντ, Αρκάνσας, ΗΠΑ 1932 –). Αμερικανός τραγουδιστής και συνθέτης. Γοητευμένος από την κάντρι και γκόσπελ μουσική, ο Κ. άρχισε να μαθαίνει κιθάρα και να γράφει τραγούδια σε ηλικία 12 ετών. Η σταδιοδρομία του άρχισε μετά τη… … Dictionary of Greek